αὐτοπαθεῖς

αὐτοπαθεῖς
αὐτοπαθής
speaking from one's own feeling
masc/fem acc pl
αὐτοπαθής
speaking from one's own feeling
masc/fem nom/voc pl (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αυτοπαθείς αντωνυμίες — Αντωνυμίες που φανερώνουν ότι το πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται ενεργεί και η ενέργεια επιστρέφει πάλι στο ίδιο. Τις συναντάμε τόσο στην αρχαία όσο και στη νέα γλώσσα στις πλάγιες πτώσεις: γνώθι σεαυτόν = γνώρισε τον εαυτό σου. Στην αρχαία… …   Dictionary of Greek

  • αλλοπαθής — ές (Α ἀλλοπαθής) 1. αυτός που δεν πάσχει από δική του αιτία αλλά υφίσταται την επίδραση κάποιου άλλου 2. (Γραμμ.) α) «αλλοπαθείς αντωνυμίες», οι μη αυτοπαθείς αντωνυμίες, αυτές δηλ. που δέχονται ενέργεια από άλλο υποκείμενο (διδάσκεις ἐμέ,… …   Dictionary of Greek

  • αντανακλαστικός — ή, ό 1. εκείνος που προκαλεί ή υφίσταται αντανάκλαση 2. (Γραμμ.) «αντανακλαστικές αντωνυμίες» οι αυτοπαθείς, αυτές που αναφέρονται στο ίδιο το υποκείμενο 3. το ουδ. ως ουσ. η αυτόματη (άμεση και ακούσια) απάντηση ενός οργάνου σε κάποιο ερέθισμα …   Dictionary of Greek

  • αντωνυμία — Κλιτό μέρος του λόγου, που η κλασική γραμματική (Διονύσιος ο Θραξ) ερμήνευε και όριζε ως τη λέξη που αντικαθιστά ένα όνομα. Στην πραγματικότητα, όμως, o ρόλος της α. είναι ευρύτερος και θα μπορούσε να οριστεί ως η λέξη που δηλώνει, χωρίς να τα… …   Dictionary of Greek

  • συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη …   Dictionary of Greek

  • αντωνυμία — η λέξη που χρησιμοποιείται στο λόγο αντί για όνομα: Οι αντωνυμίες της νεοελληνικής γλώσσας είναι οχτώ ειδών (προσωπικές, κτητικές, αυτοπαθείς, οριστικές, δεικτικές, αναφορικές, ερωτηματικές, αόριστες) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αυτοπαθής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που πάσχει από δική του ενέργεια· (γραμμ.), «αυτοπαθείς αντωνυμίες», αυτές που φανερώνουν πως το ίδιο πρόσωπο ενεργεί και το ίδιο δέχεται την ενέργεια: Φροντίζει μόνο τον εαυτό του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”